θρύλιγμα

θρύλιγμα
θρύλιγμα, τὸ (Α) [θρυλίσσω]
το σύντριμμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θρυλιγμάτων — θρύλιγμα fragment neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυλίγμασι — θρύλιγμα fragment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυλίσσω — (Α) συντρίβω, τσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. *θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE *dhrus lo και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”